- ολιγαρχικότητα
- η1. η ιδιότητα τού ολιγαρχικού2. η πολιτική κατάσταση τής ολιγαρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγαρχικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὀλιγαρχικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.